- περίτριμμα
- το уст. рваньё, отрепье;
§ περίτριμμα της κοινωνίας — отребье, подонок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ περίτριμμα της κοινωνίας — отребье, подонок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περίτριμμα — anything worn smooth by rubbing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίτριμμα — το, ΝΜΑ [περιτρίβω] 1. αυτό που αποβάλλεται με τριβή από κάτι, απότριμμα, θρύμμα, απόρριμα 2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος, κάθαρμα (α. «περίτριμμα τής κοινωνίας» β. «ψευδῶν συγκολλητής... εὑρησιεπής, περίτριμμ ἀγορᾱ...», Αριστοφ … Dictionary of Greek
περίτριμμα,το — ατος, αυτό που βγαίνει από τρίψιμο κάποιου πράγματος, σκουπίδι, απομεινάρι, απόρριμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίτριμμ' — περίτριμμα , περίτριμμα anything worn smooth by rubbing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτρίμματα — περίτριμμα anything worn smooth by rubbing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτρίμματι — περίτριμμα anything worn smooth by rubbing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφίτριψ — ἀμφίτριψ ( ιβος), ο (Α) 1. ο τριμμένος ολόγυρα 2. (για πρόσωπα) ευτελής, κάθαρμα (πρβλ. περίτριμμα*). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τριψ < τρίβω] … Dictionary of Greek
ξέσμα — το (Α ξέσμα) αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα αρχ. 1. το αποτέλεσμα τού ξέω, αυτό που λειάνθηκε 2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον» 3. αμυχή, χαραγή 4. η λιθογλυφία 5. απόξεση 6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός β) πρόκληση … Dictionary of Greek
ομολοβρός — ὁμολοβρός (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αἰσχρός, ἀναιδής, περίτριμμα» … Dictionary of Greek
πολύτριμμα — τὸ, Μ. μτφ. άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος, περίτριμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρίμμα (< τρίβω)] … Dictionary of Greek
σίχαμα — το, Ν 1. καθετί που προκαλεί αηδία και αποστροφή, το βδέλυγμα 2. πρόσωπο άξιο αποστροφής, περίτριμμα, κάθαρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιχαίνομαι + κατάλ. μα (πρβλ. ζέστα μα)] … Dictionary of Greek